*»Mια κουκουβάγια, μια αλεπού κι ένα γουρούνι»

Μια φορά κι ένα καιρό, βραδάκι ήτανε,ανηφόριζα στις σκοτεινές στροφές του Πηλίου, όταν ξαφνικά,νάσου μπροστά μου μια κουκουβάγια, ακίνητη μες τη μέση του δρόμου.

Μαρμαρωμένη.

Της κορνάρω να φύγει.Τίποτα.

Κατεβαίνω, πλησιάζω.

Δάκρυα κυλούσαν από τα μεγάλα μάτια της.

«Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδροςμε ρωτάει.

Την λυπήθηκα

«Ναι» της λέω «ζει».

«Τότε να του πεις πως είναι γουρούνι!» φωνάζεικαι δίνει μια και χάνεται στα σκοτάδια του δάσους.

Στη επόμενη στροφή, νάσου μπροστά μου ένα γουρούνι.Του κορνάρω να φύγει, τίποτα.

Με πλησιάζει.

«Ξέρεις ποιος είμαι γω;» λέει κορδωμένος «είμαι ο βασιλιάς Αλέξανδρος».

«Σιγά! Γουρούνι είσαι!» του κάνω.

«Γουρούνι είμαι για την κουκουβάγια.Για την αλεπού που είναι ερωτευμένη μαζί μου είμαι ο βασιλιάς Αλέξανδρος!» μου απαντά κλείνοντας το μάτι.

3 thoughts on “*»Mια κουκουβάγια, μια αλεπού κι ένα γουρούνι»

  1. Εγώ πάντως αυτή την ιστορία με τον τζίτζικα και τον μύρμηγκα τη θεωρώ τελείως αντισυνταγματική. Και θα εξηγήσω αμέσως το γιατί.

    Ο μύρμηγκας είχε διαλέξει να δουλεύει το καλοκαίρι και να παίρνει την άδειά του τον χειμώνα. Δικαίωμά του. Ο τζίτζικας απ’ την άλλη είχε διαλέξει να κάνει τις διακοπές του το καλοκαίρι,σαν κάθε φυσιολογικός τζίτζικας. Δικαίωμά του επίσης.

    Τι έφταιγε δηλαδή που τον χειμώνα υπήρχαν αναδουλειές και δε μπορούσε να βγάλει το ψωμί του; Μήπως παραπονιόταν τα καλοκαίρια που την έβγαζε σε ένα δεντράκι; Γκρίνιαζε μήπως που δεν έκανε λουξ διακοπές; Όχι βέβαια.

    Και τώρα θα σας πω την αλήθεια για το πως πέθανε ο τζίτζικας. Διότι δεν τα κακάρωσε από την πείνα. Όχι. Ψέμα μεγάλο και σκάνδαλο. Ο Μύρμηγκας τον «έφαγε».

    Άγριος πολύ ήταν εκείνος ο χειμώνας που βρέθηκε ο τζίτζικας σε μεγάλη ανάγκη και αναγκάστηκε να ζητήσει από τον μύρμηγκα, ο οποίος τον δάνεισε με μεγάλο τόκο. Τον άλλο χειμώνα δανείστηκε από άλλον μύρμηγκα για να πληρώσει τους τόκους του πρώτου δανείου και ούτω καθεξής….

    Μέχρι που ένα καλοκαίρι οι μύρμηγκες του είπαν :«Φίλε χρωστάς. Διακοποδάνεια τέλος. Κατέβα από το δέντρο».

    Τι να κάνει ο τζίτζικας, κατέβηκε. Και έπεσε σε βαθιά μελαγχολία. Του κόπηκε το τραγούδι και επειδή οι τζίτζικες με το τραγούδι αναπνέουν, του κόπηκε κι η ανάσα και πάει, πέθανε.

    Ύστερα ο μύρμηγκας λάδωσε τον συγγραφέα ο οποίος άλλαξε την ιστορία και κατηγόρησε τον τζίτζικα ως ανεπρόκοπο κακοχαρακτήρα και τεμπέλη.

    Διδάγματα :
    1 : Όπου υπάρχουν τζιτζίκια υπάρχουν και μυρμήγκια.
    2 : Όπου υπάρχουν μεγάλα μυρμήγκια δεν ακούς τζιτζίκια.

Αφήστε απάντηση στον/στην Giannis Doganis Ακύρωση απάντησης